- καταχέω
- καταχέω και επιτ. τ. καταχεύω (Α)1. χύνω κάτι από πάνω, επιχύνω («κἀδ δὲ οἱ ὕδωρ χεῡαν» [με τμήση], Ομ. Ιλ.)2. απλώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο («κορυφήσι Νότος κατέχευεν όμίχλην», Ομ. Ιλ.)3. μτφ. παρέχω άφθονα, πλουσιοπάροχα («θεσπέσιον πλοῡτον κατέχευε Κρονίων», Ομ. Ιλ.)4. χύνω άφθονα, εκσφενδονίζω («ὕβρεις καταχέουσα θείου προστάτου», Μηναί.)5. πετώ κάτι κάτω, ρίχνω κάτω, αφήνω να πέσει κάτω («πέπλον μὲν κατέχευεν», Ομ. Ιλ.)6. (ενεργ. και μέσ.) κάνω κάτι ρευστό, λειώνω, τήκω («ἐς πίθους τήξας καταχέει», Ηρόδ.)7. (μέσ. και παθ.) καταχέομαιαφήνω κάτι να χύνεται πάνω από κάτι άλλο, χύνω («[ἄκρατον οἶνον] κατὰ τῶν ἱματίων καταχεόμενοι», Πλάτ.)8. παθ. σκορπίζομαι, εξαπλώνομαι, διασπείρομαι («ὁ χῶρος οὗτος, ἐν τῷ ἄκανθαι κατακεχύαται», Ηρόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.